- κανισκώδης
- κανισκώδης, -ες (Α) [κανίσκος]αυτός που μοιάζει με κανίσκι, με καλάθι («κανισκῶδες πλέγμα», σχόλ. στον Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανισκῶδες — κανισκώδης basket like masc/fem voc sg κανισκώδης basket like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)